- σαγματοποιία
- η, Νη τέχνη ή η βιομηχανία κατασκευής σαγμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Όθωνα Φωστηρόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… … Dictionary of Greek